- ευμαρότης
- εὐμαρότης, ἡ (Α)[ευμαρής]ευμάρεια*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμαρότητα — εὐμαρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… … Dictionary of Greek